ικτίνος

ικτίνος
Γένος αρπακτικών πτηνών. Το πιο αντιπροσωπευτικό είδος του γένους αυτού είναι ο ι. ο βασιλικός ή ψαλιδιάρης, διαδεδομένος στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ινδία. Έχει μήκος 65 εκ., άνοιγμα πτερύγων 1,50 μ. και διχαλωτή ουρά. Ζει κατά προτίμηση σε πεδινές ή λοφώδεις περιοχές και τρέφεται με μεγάλα έντομα· όταν είναι πεινασμένος, κυνηγά ακόμα και πουλερικά. Μεταξύ Απριλίου και Μαΐου, το θηλυκό αποθέτει σε μια αρκετά μεγάλη φωλιά (κατασκευασμένη σε ψηλά δέντρα) 3-4 αβγά γαλαζωπού χρώματος, διάστικτα από σκούρες κηλίδες. Το είδος ι. ο μέλας ή τσιφτογεράκι, μικρότερο σε μέγεθος από τον προηγούμενο (συνολικό μήκος 55 εκ.), είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, στην Αφρική και στην Αυστραλία. Συχνάζει κατά κανόνα στις πλούσιες σε νερά περιοχές και τρέφεται κυρίως με ψάρια. Χαρακτηριστικό είδος ικτίνου.
* * *
ὁ (Α ἰκτῑνος και ἴκτινος)
ζωολ. γενική λόγια ονομασία ιερακόμορφων αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας accipitridae
αρχ.
είδος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ίκτερος, αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρμ. cin, με την ίδια σημ., και εμφανίζει επίθημα -ινο- κατά το ἐχ-ῖνος. Μαρτυρείται και μτγν. τ. ἰκτίν(-ίς), γεν. -ῖνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰκτῖνος — kite gen sg ἰκτῖνος kite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴκτινος — kite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ικτίνος — ο αρχιτέκτονας της αρχαίας Ελλάδας (5ος αι. π.Χ.), ένας από τους δημιουργούς του Παρθενώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰκτίνων — ἴκτινος kite masc gen pl ἰκτί̱νων , ἰκτῖνος kite gen pl ἰκτί̱νων , ἰκτῖνος kite masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτῖνα — ἰκτῖνος kite neut nom/voc/acc pl ἰκτῖνος kite masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτίνοις — ἴκτινος kite masc dat pl ἰκτί̱νοις , ἰκτῖνος kite masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτίνου — ἴκτινος kite masc gen sg ἰκτί̱νου , ἰκτῖνος kite masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτίνους — ἴκτινος kite masc acc pl ἰκτί̱νους , ἰκτῖνος kite masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτίνῳ — ἴκτινος kite masc dat sg ἰκτί̱νῳ , ἰκτῖνος kite masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτῖνας — ἰκτῖνος kite masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”